υπώδελος

υπώδελος
-ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὑπώβολος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπώβολος — και δωρ. τ. ὑπώδελος, ον, Α υποθηκευμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώβολος / ώδελος (< ὀβολός / ὀβελός / ὀδελός), πρβλ. τριώβολον / τρι ώδελον. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”